unbeteiligt - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unbeteiligt - translation to Αγγλικά


unbeteiligt      
uninvolved, not a part of -, not involved in -; indifferent, apathetic, detached; unconcerned, disinterested
uncommitted      
adj. unbeteiligt
wilding      
n. Begehen von aggressiven und gewaltvollen Kriminaltaten gegen unschuldige Unbeteiligte
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για unbeteiligt
1. Zumindest bedeutet es die Anpassung an eine unerfreuliche Lage, an deren Herbeiführung man nicht unbeteiligt war.
2. Siegfrieds Drachentötung, wieder mit viel Bühnennebel angereichert, lässt denn den Zuschauer auch seltsam unbeteiligt.
3. Michael P. schloss oft die Augen oder starrte auf ein Papier und wirkte unbeteiligt.
4. Ihr Ministerium ist nicht unbeteiligt daran, dass die offene Jugendarbeit auf dem Land von massiven Kürzungen getroffen wurde.
5. Um die BayernLB herum ist es ruhig Völlig unbeteiligt bei den Gesprächen über eine Neuordnung scheint die BayernLB zu sein.